- τριακονθάμματος
- -ον Ααυτός που έχει τριάντα κόμβους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ἅμμα, -ατος «δεσμός, κόμβος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριακονθάμματα — τριᾱκονθάμματα , τριακονθάμματος with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)